διακωλυτάς

διακωλυτάς
διακωλῡτά̱ς , διακωλυτής
a hinderer
masc acc pl
διακωλῡτά̱ς , διακωλυτής
a hinderer
masc nom sg (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επιτιμητής — ὁ (και θηλ. επιτιμήτρια) (Α ἐπιτιμητής) [επιτιμώ] ο κατήγορος, αυτός που ψέγει, που κατακρίνει («ὡς ούπιτιμητής γε τῶν ἔργων βαρύς», Αισχύλ.) αρχ. 1. εκτιμητής («νῡν δέ αὑτοὶ ἦσαν καὶ βασανισταὶ καὶ ἐπιτιμηταί τῶν σφίσιν αὐτοῑς συμφερόντων» Αντιφ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”